Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προέκταση η [proéktasi] Ο33 : 1. η αύξηση σε μήκος, σε έκταση, σε επιφάνεια· επιμήκυνση, επέκταση: Εργασίες προέκτασης της προβλήτας / του λιμενοβραχίονα. ~ της λεωφορειακής γραμμής. Οι δύο γραμμές / επιφάνειες τέμνονται στη νοητή τους ~. 2. η γραμμή ή η επιφάνεια κατά την οποία έχει προεκταθεί κτ.: H Nέα Εγνατία είναι η ~ της Εγνατίας οδού. Xώροι άθλησης και αναψυχής θα δημιουργηθούν στην ~ της παραλίας. || ~ (καλωδίου), το επιπλέον καλώδιο που προστίθεται, για να αυξήσει το μήκος του ήδη υπάρχοντος. 3. (μτφ.) το να δίνεται μεγαλύτερη νοητική έκταση, ευρύτητα σε κτ.: Πολιτικές αποφάσεις με κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Aστυνομική ταινία με πολιτικές προεκτάσεις. H ~ του συλλογισμού του οδηγεί σε γενικότερα συμπεράσματα.
[λόγ. προ(εκτείνω) -έκτασις κατά το σχ.: εκτείνω - έκτασις (-σις > -ση) μτφρδ. γαλλ. prolongement]