Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρεσβεύω [prezvévo] Ρ5.1α : 1. έχω, υποστηρίζω μια γνώμη, άποψη για κτ., πιστεύω, φρονώ: Δεν ξέρω τι πρεσβεύει πολιτικά. Πρεσβεύει τον προτεσταντισμό / το σοσιαλισμό. 2. για τη μεσολάβηση της Παναγίας υπέρ των πιστών, των χριστιανών.
[λόγ. < ελνστ. πρεσβεύω `υποστηρίζω΄, αρχ. σημ.: `ανήκω στους γεροντότερους΄]