Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρεσβευτής ο [prezveftís] Ο7 θηλ. πρεσβευτής [prezveftís] & (οικ.) πρεσβευτίνα [prezveftína] Ο26 : ο πρέσβης: Ο Έλληνας ~ στο Παρίσι / στο Λονδίνο / στη Ρώμη. || (επέκτ.) αυτός που παίζει το ρόλο αντιπροσώπου, εκπροσώπου: Ο Σεφέρης και ο Ελύτης είναι άξιοι πρεσβευτές των ελληνικών γραμμάτων σ΄ όλο τον κόσμο.
[λόγ. < αρχ. πρεσβευτής]