Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πραμάτεια η [pramátxa] Ο25α : το εμπόρευμα, ιδίως των γυρολόγων ή των μικροπωλητών: Οι μικροπωλητές διαλαλούσαν την ~ τους. Είχε την ~ του σ΄ ένα πανέρι. ΠAΡ H ~ θέλει μάτια*. || (γενικότ., προφ.) για κτ. που διατίθεται προς πώληση: Δείξε μας την ~ σου.
[πραματ(ευτής) -εια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. μσν. πραγματία ίδ. σημ.)]