Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πραγματοποιώ
1 εγγραφή
πραγματοποιώ [praγmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. μεταβάλλω κτ. (μια ιδέα, μια σκέψη, ένα σχέδιο κτλ.) σε πραγματικότητα, δίνω σε κτ. πραγματική, αντικειμενική υπόσταση: ~ τις επιδιώξεις / τους στόχους / τα όνειρα / τα σχέδιά μου. Πραγματοποίησε τις απειλές του. Πραγματοποιήθηκαν όλες οι επιθυμίες της. 2. εκτελώ μια πράξη, μια ενέργεια, ενεργώ ώστε να υπάρξει, να συμβεί κτ.: Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη για τα προβλήματα της πόλης. Οι επιχειρήσεις πραγματοποίησαν πολλά κέρδη / νέες επενδύσεις.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. réaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες