Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πραγμάτωση η [praγmátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πραγματώνω: H ~ των ονείρων / των επιθυμιών / των ελπίδων της, η πραγματοποίηση.
[λόγ. πραγματω- (δες πραγματώνω) -σις > -ση]