Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρίσμα το [prízma] Ο48 : 1. (γεωμ.) στερεό πολύεδρο σώμα που οι δύο έδρες (βάσεις) του είναι ίσα και παράλληλα πολύγωνα, οι δε υπόλοιπες είναι παραλληλόγραμμα: Εξαεδρικό / τριγωνικό / τετραγωνικό ~. Bάσεις / πλευρές / ακμές / εμβαδόν / όγκος πρίσματος. Kανονικό ~, το ορθό πρίσμα, οι βάσεις του οποίου είναι κανονικά πολύγωνα. Kολοβό ~, το καθένα από τα δύο στερεά που προκύπτουν, όταν τμηθεί ένα πρίσμα από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του. Ορθό ~, το πρίσμα που οι πλευρικές ακμές του είναι κάθετες στα επίπεδα των βάσεων. Πλάγιο ~, το πρίσμα που οι πλευρικές ακμές του δεν είναι κάθετες στις βάσεις. || (οπτ.) τριγωνικό πρίσμα από γυαλί ή άλλο διαφανές υλικό, που εκτρέπει και αναλύει τις φωτεινές ακτίνες. 2. (μτφ.) η (ιδιαίτερη) σκοπιά, η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει, προσεγγίζει κάποιος ένα θέμα: Tο πρόβλημα πρέπει να επανεξεταστεί υπό το ~ των νεότερων εξελίξεων. Mην τα βλέπεις όλα μέσα απ΄ το ~ της απαισιοδοξίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. πρῖσμα, αρχ. σημ.: `πριονισμένο΄· 2: σημδ. γαλλ. prisme]
- πρισματικός -ή - ό [prizmatikós] Ε1 : 1. που έχει σχήμα πρίσματος· πρισματοειδής: Πρισματικό σχήμα / κάτοπτρο. ~ φακός. 2. που αποτελείται από πρίσματα: Πρισματική διόπτρα. 3. (μτφ.) πολύπλευρος, σύνθετος, πολυεπίπεδος.
πρισματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. prismatique < αρχ. πρισματ- (πρῖσμα) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. πρισματικός `για πριόνισμα΄ δες πρίσμα)]
- πρισματοειδής -ής - ές [prizmatoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα πρίσματος· πρισματικός1.
[λόγ. πρισματ- (πρίσμα) -ο- + ειδής]