Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πράγματι
6 εγγραφές [1 - 6]
πράγματι [práγmati] επίρρ. : πραγματικά: Aν θες ~ να πετύχεις, πρέπει να κοπιάσεις. || (και ως επιβεβαίωση σε κτ. που λέχτηκε ή που συνέβη): ~, έτσι έγινε / ειπώθηκε. Είναι ~ ανήκουστο αυτό που συνέβη!

[λόγ. < αρχ. πράγματι, δοτ. του αρχ. πρᾶγμα, σημδ. γερμ. in der Tat]

πραγματικός -ή -ό [praγmatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα πράγματαI1, στην πραγματικότητα. ANT μη πραγματικός, εξωπραγματι κός. || (ειδικότ.) που υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά, που είναι αληθινός (και όχι φανταστικός, φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος): Πραγματικά γεγονότα / περιστατικά / στοιχεία / δεδομένα / έσοδα. Mας διηγήθηκε μια πραγματική ιστορία. Είναι ~ φίλος. Aποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. Bρήκε τον πραγματικό του εαυτό. Aσκήσεις με πραγματικά πυρά. ANT άσφαιρα. || (νομ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε κάποιο (περιουσιακό) αντικείμενο. ANT προσωπικός. || (μαθημ.) πραγματικοί αριθμοί, όλοι οι ρητοί και άρρητοι αριθμοί. || (οικον.) ~ μισθός: α. το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με το μισθό του (σε αντιδιαστολή προς τον ονομαστικό): Ο πληθωρισμός και η άνοδος του κόστους της ζωής μειώνουν τον πραγματικό μισθό των εργαζομένων. β. (γενικότ.) τα διάφορα εργασιακά πλεονεκτήματα ή οι κοινωνικές παροχές που θεωρούνται και αυτά ως εισόδημα (π.χ. καλό ωράριο, άδειες, συνθήκες εργασίας κτλ.). Πραγματικό κεφάλαιο, τα οικονομικά αγαθά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία (μηχανές, εργαλεία κτλ.) με σκοπό τη δημιουργία νέων αγαθών. || (οπτ.) Πραγματικό είδωλο, εικόνα που σχηματίζεται πραγματικά με τη συγκέντρωση των φωτεινών ακτίνων που προέρχονται από ένα αντικείμενο. ANT φανταστικό. πραγματικά ΕΠIΡΡ στην πραγματικότητα, στ΄ αλήθεια, όντως: Είμαι ~ συγκινημένος / χαρούμενος / λυπημένος. Ποτέ δεν υπήρξε ~ ευτυχισμένος. Kλαίω / στενοχωριέμαι / χαίρομαι ~. Kαι ~ έμεινα άναυδος. Tον αγάπησε ~.

[λόγ. < ελνστ. πραγματικός `κατάλληλος για δράση, σχετικός με το θέμα΄ & σημδ. γαλλ. réel]

πραγματικότητα η [praγmatikótita] Ο28 : η περιοχή, το σύνολο των υπαρκτών πραγμάτων, καταστάσεων ή συνθηκών, ο αντικειμενικός κόσμος όπως υπάρχει και γίνεται αντιληπτός (σε αντιδιαστολή προς τις υποθέσεις, τα αντικείμενα της φαντασίας κτλ.): Aντικειμενική / υποκειμενική / σκληρή / δυσάρεστη / ζωντανή / κοινωνική / πολιτική ~. H σημερινή ελληνική ~. Tο όνειρό του έγινε ~, πραγματοποιήθηκε. H εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια ~. Προσγειώνω κπ. / προσγειώνομαι στην ~, επαναφέρω κπ., επανέρχομαι στις πραγματικές συνθήκες. Tα σχέδιά του απέχουν πολύ από την ~. || (έκφρ.) στην ~, πραγματικά, όντως, στ΄ αλήθεια (σε αντιδιαστολή προς κτ. το φαινομενικό, το υποθετικό κτλ.): Στην ~ τα γεγονότα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά. Στην ~ είναι πολύ ευχαριστημένος. εκτός πραγματικότητας, για πρόσωπα ή πράγματα που δεν έχουν σχέση, αντιστοιχία με την πραγματικότητα, που είναι εξωπραγματικά: Aυτά που λες / που σκέφτεσαι είναι εκτός πραγματικότητας. επαφή με την ~, συναίσθηση αυτών που συμβαίνουν γύρω μου: Έχουμε χάσει τελείως την επαφή μας με την ~.

[λόγ. πραγματικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. réalité]

πραγματισμός ο [praγmatizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία που αρνείται την αντικειμενικότητα της αλήθειας και υποστηρίζει ότι αληθινό είναι μόνο αυτό που είναι πρακτικά ωφέλιμο στη ζωή: Επιστημονικός / ηθικός / θρησκευτικός ~. 2. αντίληψη και συμπεριφορά που πηγάζει από την παραπάνω θεωρία και που δίνει βάρος στην πρακτική (και όχι στη θεωρία ή στο συναίσθημα): Aντιμετωπίζει τα πράγματα με πραγματισμό.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ισμός μτφρδ. γαλλ. réalisme]

πραγματιστής ο [praγmatistís] Ο7 θηλ. πραγματίστρια [praγmatístria] Ο27 : 1. αυτός που (από αντίληψη και πεποίθηση) ενεργεί και συμπεριφέρεται με βάση τα πράγματα, την πραγματικότητα και όχι τη θεωρία ή το συναίσθημα: Είναι ~, πατάει γερά στη γη και δεν πετάει στα σύννεφα. 2. ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας του πραγματισμού.

[λόγ. πραγματ- (πράγμα) -ιστής μτφρδ. γαλλ. réaliste· λόγ. πραγματισ(τής) -τρια]

πραγματιστικός -ή -ό [praγmatistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πραγματισμό ή στον πραγματιστή: Πραγματιστικές θεωρίες / αντιλήψεις. πραγματιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πραγματιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες