Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πούλβερη
1 εγγραφή
πούλβερη η [púlveri] Ο32α : η σκόνη, μόνο στη ΦΡ στάχτη* και ~ να γίνουν όλα.

[μσν. πούλβερ(ις) -η < ιταλ. polver(e) κατά το σκόνη ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες