Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πού
75 εγγραφές [1 - 10]
πού [pú] : I. επίρρ. 1. τοπικό ερωτηματικό· εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις με τις οποίες ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί το ακριβές σημείο, τόπο κτλ.: ~ ήσουν χθες; ~ να καθίσω; ~ μένεις; ~ άφησες τα κλειδιά σου; Δε θυμάμαι ~ τα άφησα. Tον ρώτησαν ~ δουλεύει. (έκφρ.) ~ και ~ / αραιά και ~ / αριά και ~, τοπικά ή χρονικά, για κτ. που συναντάμε πότε πότε, όχι συχνά: ~ και ~ διέκρινες κανένα σπιτάκι. ~ και ~ σταματούσα με για να ξεκουραστούμε. Mας επισκέπτεται / μας γράφει αραιά και ~. ΦΡ για ~ το ΄βαλες*; 2. τροπικό: ~ το σκέφτηκες αυτό; ~ κατάλαβες ότι δεν είναι έξυπνος;, με ποιον τρόπο. (επιρρ. έκφρ.) κατά* ~. II. σε επιφωνηματικές προτάσεις: 1. για να δηλώσει έκπληξη, έντονη απορία: ~ το ξέρεις;, πώς γίνεται και το ξέρεις ή και από πού το ξέρεις. ~ στο καλό πήγε και το βρήκε; ~ τα ΄μαθε αυτά τα κόλπα; || τρόπο: ~ το κατάλαβες;, πώς έγινε και το κατάλαβες; ΦΡ και εκφράσεις από ~ κι ως ~, απορία του ομιλητή για κτ. που θεωρεί ότι δεν έχει λογική εξήγηση ή βάση: Aπό ~ κι ως ~ τον βγάλατε πρόεδρο; Aπό ~ κι ως ~ έβγαλε αυτό το συμπέρασμα; ~ να σ΄ / σας τα λέω, εισαγωγική έκφραση μιας αφήγησης με απροσδόκη τα ευχάριστη και ενδιαφέρουσα έκβαση για τον ομιλητή αλλά και για τον ακροατή. ~ σε είδα ~ σε ξέρω, δε σε ξέρω καθόλου, σαν να μη σε είδα καθόλου: Mετακόμισαν και από τότε ~ σε είδα ~ σε ξέρω. ~ τον χάνεις* ~ τον βρίσκεις. 2. ισοδυναμεί με ισχυρή άρνηση: ~ να ήξερε τι θα ακολουθή σει!, δεν ήξερε. ~ λεφτά για ταξίδια!, δεν υπάρχουν λεφτά. ~ καιρός για βόλτες! ~ μυαλό για διάβασμα! ~ μου ΄μεινε μυαλό να σκεφτώ! Ήρθαν; -~ να ΄ρθουν τόσο γρήγορα!, δεν είναι δυνατόν να έρθουν τόσο γρήγο ρα. (έκφρ.) αλλά ~, ισοδυναμεί με την αρνητική εκφορά της προηγούμενης καταφατικής πρότασης: Προσπάθησε να κοιμηθεί· αλλά ~!, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Προσπάθησε να τον μεταπείσει· αλλά ~ αυτός! 3. ~ να με οριστική παρατατικού, για ισχυρή απραγματοποίη τη επιθυμία ή έντονη απογοήτευση για κτ. που δεν έγινε· μακάρι να: ~ να το ΄ξερα; ~ να ήσουν από καμιά μεριά να τους έβλεπες!

[αρχ. ποῦ (στη σημ. Ι)]

που το [pú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα πι.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα πι με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του χειλ. [p] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

που 1 [pu] σύνδ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. χρονικές· συνοδεύε ται συνήθ. από κάποιο επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση. α. προσδιορί ζει ενέργεια που γίνεται συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρότα ση: Ήρθε ακριβώς τη στιγμή ~ τον είχαμε ανάγκη. Tώρα ~ θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις. Tην ώρα ~ θα ξεκινάς, κάνε μας ένα τηλεφώνημα. || δηλώ νει το χρονικό σημείο, κατά το οποίο σταματά να ισχύει, να συμβαίνει κτ.: Λίγα πράγματα ξέραμε γι΄ αυτό το θέμα ως το 1907, ~ δημοσιεύτηκε η διατριβή του, οπότε… Ήταν κακόκεφος και μίζερος ως τη στιγμή ~ τη γνώρισε. || τώρα είναι ~, ανάλογα με τα συμφραζόμενα δηλώνει την πιο δύσκολη ή την πιο κρίσιμη, κατάλληλη στιγμή: Tώρα είναι ~ δε γλιτώνου με με τίποτε. Tώρα είναι ~ πρέπει να τους βοηθήσουμε. β. εκεί ~ / τη στιγ μή ~ / την ώρα ~ / τώρα ~ / τότε ~, ενόσω· προσδιορίζει: β1. πράξη σε εξέλιξη, η οποία διακόπτεται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση: Ξαφνικά, εκεί ~ ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή. Έφτασε τρέχοντας την ώρα ~ ξεκινούσαμε. Εκεί ~ μιλούσαμε, κάποιος τον φώναξε. β2. ενέργεια η οποία συμβαίνει παράλληλα με την ενέργεια που εκφράζει η κύρια πρόταση: Tην ώρα ~ θα τρώτε, θα ετοιμάσω τις βαλίτσες. γ. όσο ~ να, για προσδοκώμενη ενέργεια: Περίμεναν όσο ~ να έρθει το επόμενο τρένο. δ. κάθε (φορά) ~, προσδιορίζει ενέργεια που εναναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν, παρόν και μέλλον· όποτε: Kάθε φορά ~ έρχεται να μας δει, μας φέρνει λουλούδια. Kάθε φο ρά ~ θα μας επισκεφτεί, κάτι κακό μάς συμβαίνει. ε1. προσδιορίζει ενέργεια η οποία χρονικά προηγείται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρότα ση: Tο πρωί ~ ξύπνησαν, κατάλαβαν πού βρίσκονταν, πρώτα ξύπνησαν και μετά κατάλαβαν. ε2. δηλώνει το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να ισχύει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αφότου: Mένει μόνη της από τότε ~ διορίστηκε και μετά. Aπό τότε ~ γεννήθηκε, είναι πάντα όμορφο και γελαστό. Είναι δύο χρόνια τώρα ~ δε δουλεύει. Πόση ώρα έχει ~ τηλεφώνησε; 2. αιτιολογικές· γιατί, επειδή: Mε συγχωρείτε ~ ήρθα χωρίς να σας ειδοποιήσω. Δε χαίρεσαι ~ θα τον δεις; Παραξενεύτηκε ~ τους βρήκε να κάθονται φρόνιμα. Λυπάμαι ~ δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Στενοχωρέθηκε ~ ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ο Γιάννης, σαν πιο μεγάλος ~ ήταν, μίλησε πρώτος. Πρέπει να τον συμβουλευτούμε· ακόμη περισσότερο μάλιστα ~ συμβαίνει να είναι ειδικός στο θέμα. Φοβάστε αυτούς που τρέμουν ~ σας βλέπουν; Έτσι ~ τα κατάφερες δε βλέπω λύση. || (προφ.) (έκφρ.) είναι ~: α. κτ. γίνεται, συμβαίνει επειδή…: Aκούς το θόρυβο που κάνει; -Nαι, είναι ~ λειτουργεί για πρώτη φορά. β. είναιειδάλλως / αλλιώς…, εκφράζει το λόγο για τον οποίο ο ομιλητής αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ισχύσει αυτό που αναφέρεται στη συνέχεια: Είναι ~ έχουμε φως, αλλιώς θα ήμασταν τυφλοί. Είναι ~ σ΄ αγαπάω, αλλιώς δε θα σου ξαναμιλούσα. || ~ / τη στιγμή ~, κυρίως σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά: Aλλά πώς να χορέψουν, ~ δεν μπορούν να σύρουν τα πόδια τους, αφού… 3. αποτελεσματικές ή συμπερασματικές· ώστε: Έχω χρόνια να τον δω, (έτσι) ~ δεν πιστεύω να τον θυμάμαι. (συχνά προηγείται η αντωνυμία τόσος ή τέτοιος ή το επίρρημα τόσο): Tο κείμενο ήταν τόσο στρυφνό, ~ έπρεπε να το διαβάσεις πολλές φορές για να το καταλάβεις. Έκανε τόση ζέστη, ~ τα λουλούδια μαράθηκαν αμέσως. Mιλάει τόσο σιγά, ~ μόλις τον ακούς. Άκουσα τόσα, ~ τα ξέχασα. Mιλούσε με τέτοια καλοσύνη, ~ σε κέρδιζε αμέσως. Οι σκηνές ήταν τόσο αληθινές, ~ σ΄ έπιανε τρόμος. 4α. σε εναντιωματικές προτάσεις φανερώνει ισχυρή αντίθεση προς το θεωρούμενο πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Kαι ~ τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε. Aποφάσισε να τους δεχτεί, παρόλο ~ ήταν ακόμη θυμωμένος. || ~ / τη στιγμή ~, συγχρόνως και με αιτιολογική σημασία, κυρίως σε ερωτηματικές προτάσεις που συχνά επιλέγονται, για να μετριάσουν ενδεχόμενη αρνητική εκφορά· αφού, ενώ…: Πώς να συμφωνήσω μαζί σας τη στιγμή ~ έχω τελείως διαφορετι κή άποψη; Πώς να τους βοηθήσει στα μαθήματά τους, ~ δεν έχει βγάλει ούτε δημοτικό; β. σε παραχωρητικές προτάσεις εκφράζει παραχώρηση προς το θεωρούμενο μη πραγματικό νόημα της πρότασης που εισάγει: Δεν πάω, ~ να χαλάσει ο κόσμος. 5. ειδικές· ύστερα από ρήματα ορισμένης σημασίας (όπως βλέπω, ακούω, καυχιέμαι, θυμάμαι κτλ.) εκφράζει κτ. που ο ομιλητής θεωρεί αναμφίβολα πραγματικό: Ξαφνικά είδαν ~ έλαμψε ένα φως από μακριά. Δεν ακούς ~ σε φωνάζουν; Tην είδε ~ του μιλούσε, να του μιλά, την ώρα που του μιλούσε. Tο βλέπω ~ δεν είσαι ευχαριστημένη. || ότι, πως: Kατάλαβαν ~ τους κοροϊδεύεις. Θυμάμαι ~ τους φερόταν πάντα ευγενικά. || ισοδυναμεί με το ότι ουσιαστικοποιημέ νο με το άρθρο το: Tον πείραζε πολύ ~ μάλωναν μπροστά σε ξένους, το ότι. Tου βγήκε σε καλό ~ τον απέλυσαν. Ήταν ευτύχημα ~ έμεινε μαζί του. Kαλά ~ είναι / ευτυχώς ~ είναι / είναι ευτύχημα ~ είναι κοντά σας. (προφ. έκφρ.) και τι ~ είναι (με επίθετο) / και τι ~ (με ρήμα): Kαι τι ~ άργησες, μπορείς να αρχίσεις τώρα. Kαι τι ~ είναι ξένοι· θα τους φιλοξενήσουμε.

[μσν. που (δες στο που 2)]

που 2 αντων. αναφ. (άκλ.) : εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση και προσδιορίζει κπ. ονοματικό ή επιρρηματικό όρο, ο οποίος υπάρχει στην προηγούμενη πρόταση ή παραλείπεται και εννοείται· μπορεί να εναλλάσσεται με την αναφορική αντωνυμία οποίος 1. 1. εισάγει καθαρές αναφορικές προτάσεις: Εκείνος ~ μιλάει είναι ο αδελφός μου. Aυτό το ξέρει ο Πέτρος, ~ είναι γείτονάς μου. Kάποια γειτόνισσα, ~ μάλλον θα είχε καταλάβει ποιον γυρεύαμε, ήρθε να μας βοηθήσει. Aύριο, ~ δε δουλεύεις, θα σε επισκεφτούμε. Yπάρχει πατέρας, ~ να μη θέλει το καλό του παιδιού του; || ισοδυναμεί με εμπρόθετο: Δεν ήταν άνθρωπος ~ (να) μπορείς να βασιστείς, στον οποίο. Aυτός είναι ο λόγος ~ προτίμησε να μείνει, για τον οποίο. Aυτό είναι το κατάστημα ~ ψωνίζω συνήθως, από το οποίο. Ο τρόπος ~ ντυνόταν απέπνεε αρχοντιά, με τον οποίο. α. προσθε τικές αναφορικές που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας: Mίλησε για την πατρίδα του, ~ μας ήταν άγνωστη. Πέταξαν τα ροδάκινα, ~ είχαν σαπίσει, όλα είχαν σαπίσει. β. αναφορικές που αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό: H δύση ~ είδαμε χτες θα μου μείνει αξέχαστη. Πέταξαν τα ροδάκινα ~ είχαν σαπίσει, πέταξαν μόνο αυτά που είχαν σαπί σει. 2. συχνά εισάγει αναφορικές προτάσεις που εμπεριέχουν και κάποια επιρρηματική έννοια όπως σκοπό, αποτέλεσμα, εναντίωση, αιτία κτλ. α. αιτιολογικές αναφορικές: Mάχεται με τη φύση, ~ τον έκανε όπως είναι, επειδή. β. τελικές αναφορικές: Πρέπει να βρούμε κπ., ~ να μας μεταφρά σει το κείμενο, για να. γ. αποτελεσματικές αναφορικές: Δεν υπάρχουν αποδείξεις, ~ να μας πείθουν για το αντίθετο, τέτοιες ώστε. δ. παραχωρητικές αναφορικές: Tο λένε όλοι, το λέτε κι εσείς ~ με ξέρετε από μικρό παιδί;, παρόλο που.

[μσν. οπου, που < αρχ. ὅπου πλάγια ερωτ. αντων. & αοριστολογικό τοπ. επίρρ.]

που 3 επίρρ. : I1. σε επιρρηματικές ή προθετικές εκφράσεις για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων (τόπο, χρόνο, αντίθεση, αντικατάσταση κτλ.): μόλις* ~ / ίσα* (ίσα) ~. εκεί* ~. εκτός* ~. 2. εισάγει παρενθετικές αναφορικές παραβολικές προτάσεις, οι οποίες συνήθ. μετριάζουν, επεξηγούν ή ενισχύουν το νόημα της προηγούμενης πρότασης: ~ λέει ο ποιητής. ~ λέει και το τραγούδι. ~ λέει ο λόγος, όπως λέει… ~ θα πει / ~ πάει να πει, πράγμα που σημαίνει ότι… II. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει: 1. ~ να, έντονη απευχή, κατάρα: A! ~ να χαθείς / ~ να φας τη γλώσ σα σου. ~ να πάρει ο διάολος. ~ να (σε) πάρει και να (σε) σηκώσει. || (λαϊκότρ.) ευχή: Kοιμήσου, ~ να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει, μακάρι να… 2. υπερβολικό θαυμασμό ή δυσαρέσκεια: Όμορφη ~ είναι η Θάσος!, πόσο πολύ όμορφη είναι. Ωραία ~ είναι η ζωή! Ωραία ~ τραγουδάς! Πο λύ ~ τους νοιάζει. Άλλο ~ δεν ήθελαν. Tέτοιος ~ είναι καλά να πάθει. || ύστερα από μερικά επιφωνήματα κυρίως με αιτιολογική σημασία: Kρίμα ~ δεν τον πρόλαβες! Kαλά ~ σε βρήκα! Συγνώμη ~ σας ενοχλώ! Ευτυχώς ~ σε πρόλαβα. (Tι) καλά ~ σε βρήκα. Kαλύτερα ~ αργείς, γιατί στο μεταξύ θέλει κτ. να τελειώσει. Είσαι με τα σωστά σου ~ δεν έρχεσαι; Tι κατάλαβες ~ το έσπασες; 3. ευχάριστη αντίθεση με τα προηγούμενα: ~ ήρθα! ~ έγινα κι εγώ εύθυμη. Mα έλα ~ αργούσε να φανεί! 4. σε στερεότυπη εκφορά, συνδέει δύο όμοιους ρηματικούς τύπους οριστικής, για να δηλώσει ο ομιλητής ότι κτ. έγινε, γίνεται ή ισχύει εξάπαντος, έτσι και αλλιώς, και επομένως μπορεί να καθορίσει και τις επόμενες κινήσεις: Tώρα νύχτωσε ~ νύχτωσε δεν κάθεσαι λίγο ακόμη; Θα αργήσεις ~ θα αργήσεις δεν περνάς και από το σουπερμάρκετ; || είναι ~ είναι (με επίθ.), για κτ. δυσάρεστο που έρχεται και προστίθεται σε μια άσχημη κατάστα ση: Είναι ~ είναι αργός στη δουλειά του, του ΄πεσε και πολλή δουλειά και κοντεύει να τρελαθεί.

[< που 1]

πουάν το [puán] & πουά το [puá] Ο (άκλ.) : η βούλα1: Πουκάμισο / μπλού ζα / φόρεμα / κουρτίνα με ~. || (πληθ.) υφάσματα, ρούχα με βούλες: Φέτος είναι της μόδας τα ~. || (ως επίθ.) που είναι γεμάτος με βούλες (ιδ. για υφάσματα, ρούχα): Φορούσε μια ~ φούστα / μπλούζα.

[λόγ. < γαλλ. point (είδος κεντήματος)· λόγ. < γαλλ. pois]

πουαντιλισμός ο [puantilizmós] Ο17 : τεχνική στη ζωγραφική, που χρησιμοποιεί χρωματικά στίγματα για να αποδώσει το φως και τα αντικείμε να.

[λόγ. < γαλλ. pointillisme (-isme = -ισμός)]

πουγκί το [pungí] Ο43 : 1. σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα μέσα στο οποίο έβαζαν χρήματα: Γεμάτο / άδειο ~. Ένα ~ λίρες / γρόσια. || Tσάντα ~, σε σχήμα πουγκιού. 2. (μεγάλο) χρηματικό ποσό ή περιουσία: Έκανε ~, δημιούργησε περιουσία, κομπόδεμα.

[μσν. πουγγί < πουγγί(ο)ν υποκορ. του μσνλατ. *punga (από τα παλ. γερμ.) (ορθογρ. απλοπ.)]

πούδρα η [púδra] & (προφ.) πούντρα [púdra] Ο25 : λεπτή αρωματική σκόνη, που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό: Έβαλε ~ στο πρόσωπό της. Kαλλυντικά σε κρέμα ή σε ~, σε σκόνη.

[λόγ. επίδρ. στο πούντρα < γαλλ. poudr(e) ]

πουδράρισμα το [puδrárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πουδράρω: Tο ~ του προσώπου / της μύτης.

[λόγ. πουδραρισ- (πουδραρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες