Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουθενά [puθená] επίρρ. τοπ. : (με άρνηση) σε κανένα μέρος. ANT παντού, κάπου: Έψαξα αλλά δεν το βρήκα ~. Iδανική δημοκρατία δεν υπάρχει ~. Mη σταματάς ~, σε κανένα μέρος, καθόλου. Δεν πάω ~!, αρνούμαι να μετακινηθώ, να πάω κάπου. || (και ως ερωτ.) κάπου, σε κάποιο μέρος: Yπάρχει ~ καμιά εφημερίδα; Είδες ~ τα γυαλιά μου;
[αρχ. πόθεν με επίδρ. του πού και κατά τα επιρρ. σε -α: κοντά, μακριά]