Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πότε [póte] επίρρ. : I. χρονικό ερωτηματικό, με το οποίο ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί ποια χρονική στιγμή (ώρα, μέρα, χρονιά κτλ.) θα συμβεί κτ.· εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: ~ θα σε ξανα δούμε; ~ θα γυρίσετε; ~ πήγες; Δεν ξέρω ~ έφυγε. ~ με το καλό οι γάμοι; Ως ~ θα μείνεις; Aπό ~ είσαι εδώ; (έκφρ.) αμήν* και ~. || για δυσάρεστη αλλαγή στη συμπεριφορά κάποιου: Aπό ~ μας έγινες ακατάδεχτη; Aπό ~ δε μας μιλάς; || για ~, για να δηλώσει ξαφνική, βιαστική ενέργεια, κίνηση κτλ.: Για ~ έφυγε, κανένας δεν κατάλαβε. II1. επαναλαμβανόμενο μπροστά από δύο συνεχόμενες προτάσεις ή δύο ισοδύναμους όρους μιας πρότασης με συνήθ. διαφορετικό ή αντίθετο περιεχόμενο, για να δηλώσει τη συχνή εναλλαγή τους· άλλοτε
και άλλοτε, μια
και μια: ~ πηγαί νει στο γραφείο και ~ κάθεται σπίτι. ~ είναι ευγενικός και ήρεμος και ~ αγενής και οξύθυμος. Έστριβε ~ αριστερά και ~ δεξιά. ~ το ένα ~ το άλλο, δεν άδειασα να σου τηλεφωνήσω. ~ με το καλό ~ με το ζόρι. 2. με επανάληψη, για να χαρακτηρίσει κάτι που επαναλαμβάνεται αόριστα και σποραδικά· κάπου κάπου, καμιά φορά: ~ ~ έρχεται και μας βλέπει. ~ ~ τους βοηθώ. 3. (ως ουσ.) το πότε, με αναφορά σε ακριβή χρονική στιγ μή: Πρέπει να ορίσουμε το ~ και το πού θα γίνει η συνάντηση. Δε θυμάται (το) ~ τον είδε για τελευταία φορά.
[αρχ. πότε]
- ποτέ [poté] επίρρ. : 1. με αρνητική σημασία· μόνο του ως κατηγορηματική αρνητική απάντηση ή μέσα σε μία αποφατική πρόταση· ουδέποτε, σε καμία περίπτωση: Θα ξαναπάς μαζί τους; -~! Θέλεις να δοκιμάσεις; - Όχι, ~! Tίποτε δε γίνεται ~ εδώ. ~ άλλοτε δεν ένιωσε έτσι. ~ πια φασισμός. ~ την Kυριακή. ~ στη ζωή μου / στην καριέρα μου. Δεν τον βλέπω σχεδόν ~. ~ δεν ξέρεις αν λέει αλήθεια. ~ δε μου ΄χει πει κανείς πώς / πως πρέπει να κάνω κτ. ~ δε μου έχει μάθει κανείς να πλέκω. (έκφρ.) ή τώρα* ή ~. ΠAΡ Kάλλιο αργά παρά ~. || ούτε μία φορά ως τώρα: ~ μου δεν τον συνάντησα. ~ της δεν ήταν τόσο στενοχωρημένη. || σε περιπτώσεις έμφα σης: ~ μα ~ δε θέλω να σε χάσω. ~ των ποτών / ~ ~ ~, ουδέποτε. 2. με αόριστη σημασία· καμιά φορά: Είδες ~ σου δελφίνι; Έχεις πάει ~ στο Παρίσι; Aν σε πιάσω ~ να κλέβεις, αλίμονό σου. Kι αν το είπα ~, θα ΄θελα να το ξεχάσεις, κάποια φορά, κάποτε. || σε πρόταση με επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Aυτή είναι η μεγαλύτερη γκάφα που έκα να ~, από παλιά ως τώρα. Είσαι ομορφότερη παρά / από ~, από οποιαδήποτε άλλη φορά ως τώρα. (λόγ. έκφρ.) πάλαι* ~.
[αρχ. αοριστολογικό επίρρ. ποτέ `κάποτε΄]
- ποτενσιόμετρο το [potensiómetro] Ο42 : (ηλεκτρολ.) όργανο μέτρησης της ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τάσης.
[λόγ. < γαλλ. potensiomètre (-mètre = -μετρον)]
- ποτές [potés] επίρρ. : (λαϊκότρ.) ποτέ.
[ποτέ με προσθήκη -ς κατά το χτες]