Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορτοφόλι το [portofóli] Ο44 : 1. ειδική θήκη, συχνά από δέρμα, που συνήθ. διπλώνει και διαθέτει χωρίσματα για την τοποθέτηση και τη φύλαξη χρημάτων ή άλλων προσωπικών εγγράφων: Aνδρικό / γυναικείο / δερμά τινο / πλαστικό ~. Γεμάτο / άδειο ~. Kλέβω / αφαιρώ / χάνω το ~. 2. η οικονομική κατάσταση κάποιου συνήθ. σε εκφράσεις φουσκωμένο / χοντρό / γεμάτο ~, για πλούσιο, ευκατάστατο άνθρωπο. άδειο / ισχνό ~, για φτω χό, οικονομικά αδύνατο άνθρωπο. δε βαστάει / σηκώνει το ~ μου, δε μου επιτρέπει η οικονομική μου κατάσταση.
πορτοφολάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ιταλ. αρσ. portafoglio, πληθ. portafogli που θεωρήθηκε ουδ. εν. (αρχική σημ.: `χαρτοφύλακας΄) και αφομ. [o-a-o > o-o-o] ]