Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορτοκαλής -ιά -ί [portokalís] Ε8 & πορτοκαλί [portokalí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο: Tο πορτοκαλί χρώμα είναι το χρώμα του πορτοκαλιού. Mια πορτοκαλί μπλούζα. || (ως ουσ.) το πορτοκαλί, το πορτοκαλί χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα πορτοκαλιά.
[πορτοκάλ(ι) -ής· πορτοκάλ(ι) -ί 4]
- πορτοκαλιά η [portokalá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών, με σκουροπράσινα φύλλα, άσπρα άνθη και σφαιρικούς χυμώδεις καρπούς, τα πορτοκάλια: Άνθισαν / ξεράθηκαν οι πορτοκαλιές. Άνθη / καρποί της πορτοκαλιάς. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζουμε, αμφισβητούμε σε κπ. ή σε κτ. την αποκλειστικότητα, το αναντικατάστατο.
[πορτοκάλ(ι) -ιά]