Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορεύομαι 2 Ρ5.2β & (σπάν.) πορεύω [porévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) εξοικονομώ τα αναγκαία, τα απαραίτητα για να ζήσω, συντηρούμαι, τα βγάζω πέρα: Θα πορευτούμε με ό,τι έχουμε. Kοίταξε να πορευτείς όπως μπορείς. (έκφρ.) τα πορεύω, εξοικονομώ τα απαραίτητα για να ζήσω, τα βγά ζω πέρα: Πώς τα πορεύει μόνη της με τέσσερα παιδιά;
[αρχ. πορεύομαι στη σημ.: `ακολουθώ τρόπο ζωής΄· ενεργ. < πορεύομαι]