Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορεύομαι 1 [porévome] Ρ5.1β, Ρ5.2β, : 1. (λόγ.) διανύω μια απόσταση με τα πόδια, βαδίζω, οδοιπορώ. 2. κάνω πορεία1β: Οι ειρηνόφιλοι πορεύτηκαν για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο. 3. (μτφ.) προχωρώ, βαδίζω προς μια κατεύθυνση, ακολουθώ μια διαδρομή, έναν προορισμό: Tο έθνος πορεύεται προς τα πεπρωμένα του. H καταναλωτική κοινωνία πορεύεται προς την καταστροφή.
[λόγ. < αρχ. πορεύομαι]
- πορεύομαι 2 Ρ5.2β & (σπάν.) πορεύω [porévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) εξοικονομώ τα αναγκαία, τα απαραίτητα για να ζήσω, συντηρούμαι, τα βγάζω πέρα: Θα πορευτούμε με ό,τι έχουμε. Kοίταξε να πορευτείς όπως μπορείς. (έκφρ.) τα πορεύω, εξοικονομώ τα απαραίτητα για να ζήσω, τα βγά ζω πέρα: Πώς τα πορεύει μόνη της με τέσσερα παιδιά;
[αρχ. πορεύομαι στη σημ.: `ακολουθώ τρόπο ζωής΄· ενεργ. < πορεύομαι]