Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορδή η [porδí] Ο29 : 1. (οικ.) η αποβολή εντερικών αερίων από τον πρωκτό συνήθ. με θόρυβο· κλανιά: Aφήνω / αμολάω πορδές. Bρομερή / κούφια / δυνατή ~. Έφαγε φασόλια και μας τάραξε στις πορδές. ΦΡ πετάγε ται σαν (την) ~, για κπ. που παρεμβαίνει, π.χ. σε μια συζήτηση, για να πει κτ. ασήμαντο. ΠAΡ Mε πορδές αυγά δε βάφονται, τίποτα δεν πετυχαίνε ται χωρίς σοβαρή προσπάθεια, χωρίς κάποιες (υλικές κτλ.) προϋποθέσεις. Ο καθένας την ~ του μοσχολίβανο την έχει, καθένας είναι ιδιαίτερα επιει κής απέναντι στα δικά του ελαττώματα. 2. (μτφ.) μικρή, ασήμαντη, αμελητέα ποσότητα, μέγεθος: Mια ~ άνθρωπος, μικρόσωμος, αδύναμος.
πορδίτσα η YΠΟKΟΡ. πορδούλα η YΠΟKΟΡ. πόρδος ο 1. MΕΓΕΘ στη σημ. 1. 2. η πορδή1. [αρχ. πορδή· πορδ(ή) -ίτσα, -ούλα, -ος]