Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποντίζω [pondízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ρίχνω, βυθίζω κτ. στη θάλασσα: ~ καλώδια / νάρκες / την άγκυρα του πλοίου. Tο υποβρύχιο προσέκρουσε σε ποντισμένη νάρκη.
[λόγ. < αρχ. ποντίζω]