Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύφερνος
1 εγγραφή
πολύφερνος -η -ο [polífernos] Ε5 : που είναι περιζήτητος για γάμο εξαιτίας των προσόντων του: ~ γαμπρός. Πολύφερνη νύφη.

[λόγ. < ελνστ. πολύφερνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες