Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυτελής
1 εγγραφή
πολυτελής -ής -ές [politelís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η πολυτέλεια, που είναι πολυδάπανος, πολυέξοδος, πλούσιος και μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση. ANT φτωχικός, λιτός: ~ ζωή / διαβίωση. Πολυτελές μέγαρο / ξενοδοχείο / αυτοκίνητο. Διαμερίσματα πολυτελούς κατασκευής, λουξ. ~ αμφίεση / έκδοση / διακόσμηση / επίπλωση. πολυτελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολυτελής `ακριβός, σπάταλος΄ σημδ. γαλλ. de luxe, luxueux· λόγ. < αρχ. πολυτελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες