Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυσυλλεκτικός -ή -ό [polisilektikós] Ε1 : που συλλέγει, που συγκεντρώνει κτ. από πολλά και διαφορετικά μέρη: Πολυσυλλεκτικό κόμμα / ψηφοδέλτιο, που συγκεντρώνει ψήφους, ψηφοφόρους από πολλά και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα ή διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
πολυσυλλεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. πολυ- + συλλεκτικός]