Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυλογία η [polilojía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του πολυλογά: H ~ του είναι κουραστική. 2. τα πολλά και συνήθ. περιττά ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία λόγια, φλυαρία: Άσε την ~ / τις πολυλογίες, γιατί μας ζάλισες.
[λόγ. < αρχ. πολυλογία]