Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυθρόνα η [poliθróna] Ο25 : άνετο και αναπαυτικό κάθισμα για ένα άτο μο, με στηρίγματα για την πλάτη και για τα χέρια: H πλάτη / τα μπράτσα της πολυθρόνας. Δερμάτινη / πάνινη / αναπηρική ~.
πολυθρονίτσα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. poltrona παρετυμ. πολύ(ς) + θρόνος· πολυθρό ν(α) -ίτσα]