Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολυθέαμα το [poliθéama] Ο49 : οργανωμένο θέαμα, που συντίθεται από πολλά επί μέρους καλλιτεχνικά στοιχεία και θεάματα (ήχο, μουσική, χορό, κίνηση, θέατρο, εικόνα κτλ.).
[λόγ. πολυ- + θέαμα]