Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυγαμία
1 εγγραφή
πολυγαμία η [poliγamía] Ο25 : θεσμός που δίνει τη δυνατότητα της σύναψης γάμου με περισσότερους του ενός ή της μιας συζύγους. ANT μονογαμία: H ~ είναι πολύ συνηθισμένη στους ασιατικούς λαούς.

[λόγ. < ελνστ. πολυγαμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες