Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτοφυλακή η [politofilakí] Ο29 : οργανωμένο σώμα που συγκροτείται από ένοπλους πολίτες, επιφορτισμένους με το καθήκον να περιφρουρήσουν την τάξη και την ασφάλεια συνήθ. σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης: Στη φύλαξη των συνόρων συνέβαλε αποτελεσματικά η ~.
[λόγ. πολίτ(ης) -ο- + -φυλακή μτφρδ. ιταλ. guardia civica ή ισπαν. guardia civil]