Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτικοποιώ [politikopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εντάσσω κτ. στο πεδίο, στα πλαίσια της πολιτικής, του δίνω (τις) πολιτικές (του) διαστάσεις: H απεργία πολιτικοποιήθηκε. Ο συνδικαλισμός πρέπει να πολιτικοποιείται, όχι όμως και να κομματικοποιείται. H αντιπολίτευση πολιτικοποίησε το θέμα. 2. (κυρίως παθ.) αποκτώ πολιτική συνείδηση, συμμετέχω στην πολιτική ζωή και δράση: Ο υπεύθυνος πολίτης οφείλει να είναι πολιτικοποιημένος.
[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -ποιώ]