Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτικολογώ [politikoloγó] Ρ10.9α : μιλώ πολύ, συζητώ συχνά (συνήθ. επιπόλαια) για την πολιτική, για πολιτικά θέματα: Οι Έλληνες συνηθίζουν να πολιτικολογούν στα καφενεία.
[λόγ. πολιτικ(ή) -ο- + -λογώ απόδ. γαλλ. politiquer]