Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολιτικάντης
1 εγγραφή
πολιτικάντης ο [politikándis] Ο11 : (μειωτ.) αυτός που ασκεί την πολιτική κατά τρόπο που να εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα· μικροπολιτικός: Γέμισε ο τόπος πολιτικάντηδες και ρουσφετολόγους. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με διπλωματικότητα και ευελιξία προκειμένου να πετύχει κτ.

[ιταλ. politicant(e) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες