Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτικάντης ο [politikándis] Ο11 : (μειωτ.) αυτός που ασκεί την πολιτική κατά τρόπο που να εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα· μικροπολιτικός: Γέμισε ο τόπος πολιτικάντηδες και ρουσφετολόγους. || (επέκτ.) αυτός που συμπεριφέρεται με διπλωματικότητα και ευελιξία προκειμένου να πετύχει κτ.
[ιταλ. politicant(e) -ης]