Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολιτεύομαι [politévome] Ρ5.1β : 1. συμμετέχω, παίρνω ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή ενός τόπου επιδιώκοντας πολιτική σταδιοδρομία (συνήθ. την εκλογή μου ως αιρετού άρχοντα): Πολιτεύεται στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια, θέτει υποψηφιότητα. Aπό τότε που άρχισε να πολιτεύεται εγκατέλειψε τη δικηγορία. 2α. συμπεριφέρομαι, ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο: Σε όλη του τη ζωή πολιτεύτηκε άψογα. β. χειρίζομαι κτ. ιδίως με διπλωματικότητα και με ευελιξία: Tο πολιτεύτηκε έξυπνα το ζήτημα. || (μπε. και ως ουσ.) ο πολιτευόμενος, ο πολιτευτής.
[λόγ. < αρχ. πολιτεύομαι (στη σημ. 1)]