Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πολεοδομία η [poleoδomía] Ο25 : 1. επιστημονικός και τεχνικός κλάδος με αντικείμενο τη μελέτη, το σχεδιασμό και την εφαρμογή μεθόδων και τεχνικών συνολικής οργάνωσης της λειτουργίας μιας πόλης (ή τμήματός της), ενός οικισμού κτλ. με σκοπό την εξασφάλιση καλών συνθηκών ζωής για τα άτομα και το κοινωνικό σύνολο. 2α. η αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία: Διεύθυνση / υπηρεσία Πολεοδομίας. Για να χτίσεις, πρέπει να πάρεις άδεια από την ~. β. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα, αντικείμενο σπουδών ή βιβλίο: Σπουδάζει / διαβάζει ~.
[λόγ. πολεοδόμ(ος) -ία]