Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολεμικό
1 εγγραφή
πολεμικός -ή -ό [polemikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πόλεμο: Πολεμικές δαπάνες / επιχειρήσεις / αποζημιώσεις. Aποθήκευση / αγορά / πώληση πολεμικού υλικού. H πολεμική κραυγή των Iνδιάνων. Πολεμικό ναυτικό. Πολεμική αεροπορία. Πολεμική τέχνη. || ~ σταυρός, παράσημο που δίνεται για ηρωικές πράξεις στον πόλεμο. 2. που είναι κατάλληλος, που προορίζεται για πόλεμο: Πολεμικό πλοίο / αεροπλάνο. 3α. (για πρόσ.) που είναι ικανός για πόλεμο, εμπειροπόλεμος: Οι Γότθοι και οι Ούνοι ήταν πολεμικοί λαοί. β. (ως ουσ.) το πολεμικό, πολεμικό πλοίο. 4. (ως ουσ.) η πολεμική, οξεία, έντονη, επιθετική κριτική που ασκείται με λόγο ή με κείμενο. πολεμικά ΕΠIΡΡ με πολεμική διάθεση ή με πολεμικές ενέργειες.

[αρχ. πολεμικός (4: λόγ. < γαλλ. polémique (θηλ., στη νέα σημ.) < αρχ. πολεμικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες