Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποιητικός
2 εγγραφές [1 - 2]
ποιητικός 1 -ή -ό [piitikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική παραγωγή / δημιουργία / σύνθεση / συλλογή / ανθολογία. Ποιητική έκφραση / γλώσσα / φόρμα / έμπνευση / φλέβα / τέχνη. || (έκφρ.) ποιητική άδεια*. (λόγ.) ποιητική αδεία*. || (ως ουσ.) η ποιητική*. 2. που εκφράζει, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, φαντασία, έμπνευση και αισθητική, η οποία ταιριάζει σε ποιητή: Ποιητική ευαισθησία / φαντασία / διάθεση / ατμόσφαιρα. Ποιητικό ύφος / έργο / φιλμ. ποιητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ποιητικός (αρχική σημ.: `δημιουργικός΄)· 2: σημδ. γαλλ. poétique < λατ. poeticus < αρχ. ποιητικός]

ποιητικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) ποιητικό αίτιο, όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από την ενέργεια του οποίου πάσχει το υποκείμενο: Στη νεο ελληνική γλώσσα το ποιητικό αίτιο εκφράζεται κυρίως με την πρόθεση “από”.

[λόγ. ποιη- (ποιώ) -τικός απόδ. γαλλ. agent ή νλατ. agens]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες