Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποδίζω [poδízo] Ρ2.1α : (ναυτ., για πλοία) 1. διακόπτω την πορεία μου και καταφεύγω (ή παραμένω προσωρινά) σε ασφαλή όρμο εξαιτίας κακοκαιρίας: Mας έπιασε φουρτούνα και ποδίσαμε στην Iκαρία. 2. απομακρύνω την πλώρη του σκάφους από την κατεύθυνση του ανέμου.
[πόδ(ι) -ίζω (διαφ. το αρχ. ποδίζω `δένω τα πόδια΄)]