Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποδήλατο
5 εγγραφές [1 - 5]
ποδήλατο το [poδílato] Ο42 : ελαφρό όχημα με δύο (ή τρεις) τροχούς, που κινείται με πετάλια, τα οποία χειρίζεται με τα πόδια του ο αναβάτης: Ρόδες / φρένα / σέλα / σχάρα ποδηλάτου. Εκδρομή / αγώνες με ~. Aγωνιστικό / γυναικείο / παιδικό ~. ΦΡ κάνω τη ζωή κάποιου ~, του δημιουργώ μεγάλες δυσκολίες, προβλήματα, τον ταλαιπωρώ. γίνομαι ~, ταλαιπωρούμαι. || ~ γυμναστικής, όργανο γυμναστικής με πεντάλ που γυμνάζει τα κάτω άκρα. || (Θαλάσσιο) ~, είδος πλωτού οχήματος με πεντάλ που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους για αναψυχή. ποδηλατάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ποδήλατος (ενν. όχημα)]

ποδηλατοδρομία η [poδilatoδromía] Ο25 : αθλητικός αγώνας ταχύτητας με ποδήλατα.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρομία]

ποδηλατοδρόμιο το [poδilatoδrómio] Ο40 : στάδιο ειδικά κατασκευασμένο για αγώνες ποδηλάτου.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρόμιον μτφρδ. γαλλ. vélodrome]

ποδηλατοδρόμος ο [poδilatoδrómos] Ο18 θηλ. ποδηλατοδρόμος [poδi latoδrómos] Ο35 : αυτός, κυρίως αθλητής, που συμμετέχει σε αγώνες ποδηλατοδρομίας.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ποδήλατος -η -ο [poδílatos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται με τη δύναμη των ποδιών: Ποδήλατο όχημα.

[λόγ. < αρχ. ποδ- (πούς) -ήλατος, κατά το αρχ. ἱππήλατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες