Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποδένω [poδéno] -ομαι Ρ αόρ. πόδεσα, απαρέμφ. ποδέσει, παθ. αόρ. ποδέθηκα, απαρέμφ. ποδεθεί : (λαϊκότρ., λογοτ.) φοράω ή αγοράζω σε κπ. παπούτσια.
[μσν. ποδένω < ελνστ. ὑποδένω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή παρετυμ. πόδι) < αρχ. ὑποδέω]