Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πνοή η [pnoí] Ο29 : 1. η κίνηση, το φύσημα του αέρα, ο αέρας: Ελαφρά / ισχυρή ~. H ~ του αέρα τής ανακάτευε τα μαλλιά. 2. κυρίως σε στερεότυ πη εκφορά: α. η αναπνοή, η ζωή: Aγωνίστηκε μέχρι την τελευταία του ~, ως το θάνατό του. Άφησε την τελευταία του ~, πέθανε, ξεψύχησε. β. ζωντάνια: Δίνω ~, ζωντανεύω, ζωηρεύω κτ. 3. (μτφ.) δύναμη έμπνευσης, ορμή: ~ αισιοδοξίας. Xρειάζεται νέα ~. Έργο μεγάλης / μακράς πνοής, έμπνευσης, προοπτικής.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. πνοή· 3: σημδ. γαλλ. haleine]