Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πνιγμός ο [pniγmós] Ο17 : βίαιος θάνατος, που προκαλείται από ασφυξία (μέσα στο νερό ή σε άλλο υγρό)· πνίξιμο: Έπεσε στη θάλασσα κι έσωσε το παιδί από βέβαιο πνιγμό.
[λόγ. < αρχ. πνιγμός]