Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλώρη η [plóri] Ο30 : το μπροστινό άκρο του πλοίου. ANT πρύμη: H ~ του πλοίου προσέκρουσε σε νάρκη. || (επέκτ.) το μπροστινό μισό τμήμα του πλοίου: Kουβέντιαζαν στην ~. ΦΡ βάζω ~: α. ξεκινώ για κάπου, με συγκεκριμένη κατεύθυνση, προορισμό: Ο καπετάνιος έβαλε ~ για την Άνδρο, για ταξίδι με πλοίο. (γενικότ.): Έβαλε ~ για το σπίτι του / για την ταβέρνα. β. (μτφ.) ξεκινώ για κτ., επιδιώκω κτ.: Έβαλε ~ για βουλευτής / υπουργός.
[μσν. πλώρ(α) μεταπλ. -η αναλ. προς το πρύμη < αρχ. πρῷρα με ανομ. [r-r > l-r] ]