Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πληροφορία η [pliroforía] Ο25 : 1. στοιχείο, μήνυμα (είδηση, ανακοίνωση, δήλωση, αναφορά κτλ.) που περιέχει και μεταδίδει μια γνώση για κπ. ή για κτ.: Εμπιστευτική / αξιόπιστη / ασφαλής / διασταυρωμένη / συγκεχυμένη / ανεπιβεβαίωτη / πολύτιμη ~. Συγκεντρώνω / ανακοινώνω / μεταδίδω / ανταλλάσσω / αποκρύπτω / κατακρατώ πληροφορίες. || (πληθ.) Πληροφορίες, ειδικό γραφείο, τμήμα υπηρεσίας ή επιχείρησης που ενημερώνει το κοινό για θέματα του χώρου στον οποίο είναι εγκατεστημένο. || Εθνική Yπηρεσία Πληροφοριών (ΕYΠ), δημόσια υπηρεσία που συγκεντρώνει στοιχεία χρήσιμα για την ασφάλεια του κράτους. 2α. ποιοτικός συντελεστής, που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος ελέγχου. β. (κυβερνητική) το περιεχόμενο ενός μηνύματος, που συντίθεται από σημεία ενός κώδικα: Mεταδίδω / αποθηκεύω / επεξεργάζομαι πληροφορίες. Γενετική ~.
[λόγ. < ελνστ. πληροφορία `δοσμένη διαβεβαίωση΄ σημδ. γαλλ. renseignement, enseignement ('85 λατ. signum `διαβεβαίωση αποδοχής χρέους΄) (σύγκρ. πληροφορώ)]
- πληροφοριακός -ή -ό [pliroforiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην πληροφορία, που δίνει πληροφορίες: Έντυπο / εκπομπή πληροφοριακού περιεχομένου. Πληροφοριακό δελτίο / υλικό.
πληροφοριακά ΕΠIΡΡ για (απλή) πληροφόρηση, ενημέρωση: Λέω / αναφέρω κτ. ~. [λόγ. πληροφορ(ία) -ιακός]