Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλην [plín] πρόθ. : I1. (λόγ.) με αιτιατική ουσιαστικού που εκφράζει ποσό, για να δηλώσει αυτό που μένει αφού αφαιρεθεί το ποσό που προσδιορίζει· μείον. ANT συν: ~ τα έξοδα διατροφής / μεταφοράς, χωρίς τα έξοδα. 2. σε λόγια στερεότυπη εκφορά: ~ αυτού / αυτών / τούτου / των άλλων, για να δηλώσει κτ. επιπλέον, εκτός από αυτά που έχουν προαναφερθεί. ~ του ότι
, εκτός από το ότι
|| ~ όμως, στη θέση αντιθετικού συνδέσμου, αλλά όμως: Πρέπει να παρευρεθεί ~ όμως δεν έχει λάβει πρόσκλη ση. 3. (ως ουσ.) τα πλην, τα αρνητικά στοιχεία, τα μειονεκτήματα· τα μείον· ANT τα συν: Πρέπει να ζυγίσεις τα συν και τα ~ της υπόθεσης. II1. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της αφαίρεσης (- )· μείον. ANT συν: Πέντε ~ δύο ίσον τρία. 2. για ενδείξεις μικρότερες από το μηδέν. ANT συν: Οι αρνητικοί αλγεβρικοί συμβολίζονται με (το) ~. Tο θερμόμετρο έφτασε στους ~ πέντε βαθμούς Kελσίου.
[λόγ.: I1, 2: αρχ. πρόθ. και σύνδ. πλήν `εκτός (από)΄· I3: σημδ. αγγλ. minus· II: σημδ. γαλλ. moins]