Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πληκτρολόγιο το [pliktrolójio] Ο40 : 1. αριθμός πλήκτρων (με γράμματα, αριθμούς ή άλλα σύμβολα πάνω τους), που είναι τοποθετημένα κατά έναν ορισμένο τρόπο (συνήθ. σε διαδοχικές σειρές), κατάλληλο για το χειρισμό διάφορων μηχανισμών, συσκευών κτλ.: Tο ~ της γραφομηχανής / του κομπιούτερ / του φωτισμού. Εύχρηστο / δύσχρηστο ~. Tα σύγχρονα τηλέφωνα διαθέτουν ~ και όχι δίσκο επιλογής. 2. το τμήμα μουσικού οργάνου, όπου βρίσκονται τα πλήκτρα: ~ πιάνου / ακορντεόν / συνθεσάιζερ.
[λόγ. πληκτρο(λογώ) -λόγιον]