Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πληκτρολογώ [pliktroloγó] -ούμαι Ρ10.9 : χειρίζομαι μια συσκευή που διαθέτει πλήκτρα. || (ειδικότ.) γράφω, μεταγράφω, διαβιβάζω κείμενα, στοιχεία κτλ. πιέζοντας τα πλήκτρα μιας συσκευής (γραφομηχανής, υπολογιστή κτλ.).
[λόγ. πλήκτρ(ον) -ο- + -λογώ]