Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πληθωρισμός ο [pliθorizmós] Ο17 : 1. (οικον.) το φαινόμενο της υπέρμετρης αύξησης της κυκλοφορίας των μέσων πληρωμής (χρήματος, επιταγών κτλ.), άρα και της ζήτησης, σε σχέση με την πραγματική δυνατότητα παραγωγής και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, γεγονός που κατά κανόνα συνεπάγεται αυξήσεις των τιμών και υποτίμηση του νομίσματος: Ο μέσος ετήσιος ~ ανέρχεται σε 10%. Προσπάθεια συγκράτησης / μείωσης / ελέγχου του πληθωρισμού. Aύξων / καλπάζων / ελεγχόμενος ~, ανάλογα με τους ρυθμούς εξέλιξής του. ~ πιστωτικός / ψυχολογικός / κόστους, ανάλογα με τα αίτια που τον προκαλούν. Tα χρήματα χάνουν μέρος της αξίας τους λόγω πληθωρισμού. 2. η ύπαρξη, η παρουσία, η εμφά νιση ενός πράγματος, ενός φαινομένου σε μέγεθος ή σε αριθμό, που είναι μεγαλύτερος από το κανονικό ή το συνηθισμένο: Παρατηρείται ένας ~ ασήμαντων επιστημονικών εργασιών και ανακοινώσεων. Kίνδυνος πνευματικού πληθωρισμού, υπερβολικής αύξησης του αριθμού των μορφωμένων ή των επιστημόνων μιας χώρας, με αντίστοιχη πτώση της ποιό τητάς τους.
[λόγ. πληθωρ(ικός) -ισμός απόδ. γαλλ. inflation κατά την ετυμ. αντιστοιχία: πληθώρα (στην ελνστ. σημ.: `διόγκωση, φούσκωμα΄, πρβ. πληθωρικός) - λατ. inflatio `φούσκωμα του στομάχου΄]