Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληθυσμός
1 εγγραφή
πληθυσμός ο [pliθizmós] Ο17 : 1. ο συνολικός αριθμός, το σύνολο των κατοίκων ενός συγκεκριμένου τόπου, μιας περιοχής (ή συνολικά της γης), που μεταβάλλεται, που αυξομειώνεται (λόγω γεννήσεων, θανάτων κτλ.) συνεχώς: Ο ~ μιας χώρας / ενός νομού / ενός χωριού / μιας συνοικίας / της γης / του πλανήτη. Ο ανδρικός / γυναικείος ~. Ο ~ της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια. Mεγάλα τμήματα του πληθυσμού αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας. Ο (οικονομικά) ενεργός ~ μιας χώρας. Aγροτικός / αστικός ~. Άμαχος ~. Mέγεθος / δομή / πυκνότητα / αύξηση / μείωση / γήρανση πληθυσμού. Aνταλλαγή* πληθυσμών. 2. ο αριθμός των ζώων ή των φυτών που ζουν σε μια περιοχή ή συνολικά στη γη: Mειώνεται ο ~ των ελεφάντων / των τροπικών φυτών.

[λόγ. < ελνστ. πληθυσμός `πολλαπλασιασμός΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. population κατά την ετυμ. αντιστοιχία: λατ. populus - αρχ. πλῆθος `το μεγαλύτερο μέρος του λαού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες