Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πληθυντικός
1 εγγραφή
πληθυντικός -ή -ό [pliθindikós] Ε1 : (και γραμμ.) 1α. Πληθυντικός αριθμός, οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν αναφέρεται σε περισσότερα από ένα ομοειδή πράγματα ή πρόσωπα. ANT ενικός αριθμός· (πρβ. δυϊκός αριθμός): H λέξη “εγκαίνια” συναντιέται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού. β. (ως ουσ.) ο πληθυντικός, ο πληθυντικός αριθμός: Ονομαστική / γενική πληθυντικού ενός ουσιαστι κού / ενός επιθέτου / μιας αντωνυμίας. || για τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κπ., όταν χρησιμοποιούμε πληθυντικό αριθμό ως ένδειξη ευγένειας, σεβασμού: ~ ευγενείας. Aς καταργήσουμε επιτέλους τον πληθυντικό. Mιλάει στον πατέρα του / στη μητέρα του στον πληθυντικό. Εξοικειώθηκαν μεταξύ τους και κατάργησαν τον πληθυντικό. || ~ μεγαλοπρέπειας, τύπος με τον οποίο αναφερόμαστε ή (παρωχ.) αναφέρεται στον εαυτό του ένα μεμονωμένο πρόσωπο, συνήθ. κάποιος που κατέχει υψηλότατο αξίωμα. 2α. (παρωχ.) που αναφέρεται στον πληθυντικό αριθ μό: H πληθυντική γενική των τριτόκλιτων ονομάτων. β. (ως ουσ.): Tο τρίτο πληθυντικό ενός ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. πληθυντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες