Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλευρό
4 εγγραφές [1 - 4]
πλευρό το [plevró] Ο38 : 1. το καθένα από τα πλάγια τμήματα του κορμού των ανθρώπων και των ζώων: Είναι πιασμένο το δεξί μου ~. H σφαί ρα βρήκε το λιοντάρι στο αριστερό ~. || ΦΡ στέκομαι / είμαι / βρίσκομαι στο ~ κάποιου, τον υποστηρίζω, του παραστέκομαι, τον βοηθώ: Tο κόμ μα μας βρίσκεται στο ~ των εργαζομένων. μ΄ αυτό το ~ να κοιμάσαι!, αυτό που λες, πιστεύεις, ελπίζεις δεν πρόκειται να γίνει. 2. το πλάγιο τμήμα κάθε πράγματος: Tο αριστερό ~ της φάλαγγας έμεινε ακάλυπτο απέναντι στις εχθρικές επιθέσεις. 3. (μτφ.) το ευαίσθητο, ευπρόσβλητο σημείο: Επιτέθηκε κατά των πολιτικών του αντιπάλων φροντίζοντας να έχει καλυμμένα τα πλευρά του. 4. η πλευρά4, το παΐδι: Έπεσε κι έσπασε δύο πλευρά. (έκφρ.) σπάω τα πλευρά κάποιου, τον δέρνω πολύ, αλύπη τα. μετρώ τα πλευρά κάποιου, τον δέρνω.

[αρχ. πλευρόν]

πλευροκόπημα το [plevrokópima] Ο49 : η πλευροκόπηση.

[λόγ. πλευροκοπη- (πλευροκοπώ) -μα]

πλευροκόπηση η [plevrokópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλευροκοπώ: Mε επιδέξιους ελιγμούς πέτυχε την ~ των αντιπάλων.

[λόγ. πλευροκοπη- (πλευροκοπώ) -σις > -ση]

πλευροκοπώ [plevrokopó] -ούμαι Ρ10.9 : επιτίθεμαι από τα πλάγια, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού ή γενικότερα ενός αντιπάλου: Kατάφεραν να πλευροκοπήσουν τους αντιπάλους και να τους αποδεκατίσουν. Οι επιθετικοί παίκτες προσπαθούσαν να πλευροκοπήσουν την αντίπαλη άμυνα και να επιτύχουν γκολ.

[λόγ. < αρχ. πλευροκοπῶ `χτυπώ την πλευρά του σώματος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες