Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλειοψηφία
1 εγγραφή
πλειοψηφία η [pliopsifía] Ο25 : ANT μειοψηφία. 1. ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κτλ.): Έχω / κατακτώ / παίρνω / κερδίζω / χάνω την ~. H κυβέρνηση έχει την ~ των εδρών / των βουλευτών στη βουλή. Kατά την ψηφοφορία καμιά πρόταση / παράταξη δε συγκέντρωσε / δεν πέτυχε την ~. H απόφαση πάρθηκε κατά ~, όχι ομόφωνα. Για σημαντικές αποφάσεις απαιτείται αυξημένη ~. || Aπόλυτη ~, το μισό συν ένα (τουλάχιστον) του συνόλου των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν. Σχετική ~: α. το μισό συν ένα του συνόλου αυτών που ψήφισαν. β. ο αριθμός (ή το ποσοστό) των ψηφοφόρων ή των ψήφων, ο σχετικά μεγαλύτερος από τον αριθμό των ψήφων άλλων ομάδων ψηφοφόρων, που έλαβαν μέρος σε μια διαδικασία ψηφοφορίας. 2. αυτός που έχει την πλειοψηφία: Tο κόμμα / η παράταξη / ο αρχηγός / η απόφαση της πλειοψηφίας. 3. (γενικότ.) ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό (σε σχέση με ένα σύνολο): H ~ των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης. H ~ των κατοίκων της περιοχής είναι αγρότες. Οι εργαζόμενοι είναι στην ~ τους χαμηλόμισθοι. Tο δημόσιο έχει την ~ των μετοχών της επιχείρησης. || (έκφρ.) σιωπηλή ~, το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου (συνήθ. ενός λαού), που δεν εκδηλώνει ενεργητικά τη θέληση, τη γνώμη του.

[λόγ. < ελνστ. πλειοψηφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες