Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλήκτρο το [plíktro] Ο39 : καθετί με το οποίο κάποιος χτυπάει κτ. και ειδικότερα: 1. καθένα από τα εξαρτήματα του πληκτρολογίου (γραφομηχανής, αριθμομηχανής, υπολογιστή κτλ.), που αντιστοιχεί σε ένα γράμμα, αριθμό ή σύμβολο και που ο χρήστης το πιέζει με το δάχτυλό του: Mέσα στην ησυχία ακουγόταν ο ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής. 2α. εξάρτημα ορισμένων μουσικών οργάνων που, όταν πιέζεται με τα δάχτυ λα, παράγει ένα συγκεκριμένο τόνο: Tα (άσπρα / μαύρα) πλήκτρα του πιάνου / του εκκλησιαστικού οργάνου / του συνθεσάιζερ. Tα δάχτυλα του πιανίστα έτρεχαν επιδέξια πάνω στα πλήκτρα. β. η πένα διάφορων έγχορδων μουσικών οργάνων. γ. ~ τυμπάνου, τα ξύλινα ραβδάκια με τα οποία χτυπούν το τύμπανο. 3. το σκληρό νύχι στο πίσω μέρος του ποδιού των πτηνών που χρησιμεύει ως επιθετικό ή αμυντικό όπλο.
[λόγ. < αρχ. πλῆκτρον (μουσ. οργάνου)]
- πληκτρολόγηση η [pliktrolójisi] Ο33 : η ενέργεια του πληκτρολογώ: H ~ των κειμένων στον υπολογιστή.
[λόγ. πληκτρολογη- (πληκτρολογώ) -σις > -ση]
- πληκτρολόγιο το [pliktrolójio] Ο40 : 1. αριθμός πλήκτρων (με γράμματα, αριθμούς ή άλλα σύμβολα πάνω τους), που είναι τοποθετημένα κατά έναν ορισμένο τρόπο (συνήθ. σε διαδοχικές σειρές), κατάλληλο για το χειρισμό διάφορων μηχανισμών, συσκευών κτλ.: Tο ~ της γραφομηχανής / του κομπιούτερ / του φωτισμού. Εύχρηστο / δύσχρηστο ~. Tα σύγχρονα τηλέφωνα διαθέτουν ~ και όχι δίσκο επιλογής. 2. το τμήμα μουσικού οργάνου, όπου βρίσκονται τα πλήκτρα: ~ πιάνου / ακορντεόν / συνθεσάιζερ.
[λόγ. πληκτρο(λογώ) -λόγιον]
- πληκτρολογώ [pliktroloγó] -ούμαι Ρ10.9 : χειρίζομαι μια συσκευή που διαθέτει πλήκτρα. || (ειδικότ.) γράφω, μεταγράφω, διαβιβάζω κείμενα, στοιχεία κτλ. πιέζοντας τα πλήκτρα μιας συσκευής (γραφομηχανής, υπολογιστή κτλ.).
[λόγ. πλήκτρ(ον) -ο- + -λογώ]