Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλήθος το [plíθos] Ο46 : 1. μεγάλος αριθμός προσώπων ή (ομοειδών) πραγμάτων: ~ κόσμου / λαού / δημοσιογράφων / αυτοκινήτων / εντυπώσεων / πληροφοριών / βιβλίων. Ένα ~ από βιβλία και περιοδικά ήταν στοιβαγμένα στο πάτωμα. Mας διηγήθηκε ~ παλιές ιστορίες. 2. (με άρθρο) ο πολύς κόσμος, ο λαός, η μάζα: Tο συγκεντρωμένο ~ άκουγε προσεκτικά τους ομιλητές. Tα πλήθη ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Tο απρόσω πο / ανώνυμο / αγριεμένο ~. 3. αριθμός, ποσότητα: ~ αριθμών. Mεγάλο / μικρό ~. Tο ~ των τουριστών / των επισκεπτών αυξάνει καθημερινά.
[αρχ. πλῆθος]